gew1Με αφορμή την υπογραφή μνημονίου συνεργασίας Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ, στον τομέα της Ενέργειας και των Υδάτινων Πόρων, επανήλθαν οι προτροπές προς Τελ-Αβίβ και Λευκωσία να προκρίνουν την εξαγωγή του αερίου τους μέσω Τουρκίας. Αυτοί οι κύκλοι εντοπίζονται σε μέρος της ΕΕ και των ΗΠΑ, αλλά και σε εταιρείες που ήδη δραστηριοποιούνται στην περιοχή.
Τα κυριότερα επιχειρήματα υπέρ αυτής της λύσης είναι αφενός η οικονομικότερη διαδρομή έναντι όλων των προτεινόμενων, αφετέρου και κυρίως πως η εμπλοκή της Άγκυρας, εφόσον προϋποθέτει λύση χρόνιων ζητημάτων (Κυπριακό) ή τη θεαματική βελτίωση σύνθετων σχέσεων (Τουρκία-Ισραήλ), θα επιφέρει την αναγκαία σταθεροποίηση στην περιοχή. Κοντολογίς, με την Τουρκία μέρος της εξίσωσης, επιτυγχάνουμε μία καίρια σύμπραξη ώστε και μέτωπα να κλείσουμε και να μην αμφισβητηθεί το ενεργειακό εγχείρημα της Ανατολικής Μεσογείου. Στη βάση της αυτή η προοπτική φαντάζει ελκυστική, ωστόσο, μία σειρά από λόγους την καθιστούν σχεδόν ουτοπική και ασφαλώς διόλου ιδανική, όπως ορισμένοι προσπαθούν εντέχνως να
την εμφανίσουν.
Η τροφοδοσία της ευρωπαϊκής αγοράς μέσω αγωγού που θα διέρχεται την τουρκική επικράτεια είναι μία απόφαση με αρκετές παραμέτρους όπως: οι οικονομίες κλίμακος, η ρευστότητα των διμερών ή πολυμερών σχέσεων, η προβλεψιμότητα και αξιοπιστία των εμπλεκόμενων πλευρών, ο περιορισμός του ρίσκου που θα ελκύσει το ενδιαφέρον εταιρειών που θα διευκολύνουν χρηματοδοτικά στην υλοποίηση, ο περιορισμός ενδεχόμενων νομικών κωλυμάτων, η διεύρυνση των εναλλακτικών αντί της δημιουργίας νέων ολιγοπωλίων (είτε προμηθευτών είτε διαμετακομιστών).
Όλα αυτά θα προσμετρηθούν στην τελική απόφαση, εφόσον ένας προμηθευτής δεν ορίζει μόνος του τις τύχες ενός project, αλλά καλείται να το ενσωματώσει σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο με την αγορά Ενέργειας να επιζητά βεβαιότητες και διασφαλίσεις για αδιάλειπτη ροή του προϊόντος. Παρά το συστηματικό lobbying υπέρ της τουρκικής οδού, κράτη που προσπαθούν να ενισχύσουν τις θέσεις τους δια της αποσταθεροποίησης ή της απειλής αλλαγής του status quo ή υπόσχονται κυρώσεις σε βάρος εταιρειών (της ιταλικής Eni εν προκειμένω) που «διανοήθηκαν» να δραστηριοποιηθούν στους διαγωνισμούς της μόνης νόμιμης και καθολικά αναγνωρισμένης κρατικής οντότητας, δηλαδή της Κύπρου, προφανώς αυτοϋπονομεύονται.
Η συνεργασία Άγκυρας-Τελ Αβίβ σε μία σειρά από τομείς θα επανακτήσει τη δυναμική της. Όμως, η όποια δυναμική στην Ενεργειακή συνεργασία μετριάζεται, κυρίως από το γεγονός ότι η γείτονα χώρα δεν νοείται ούτε προβλέψιμη, ούτε προσανατολισμένη στις ανάγκες της Ευρώπης. Όλα αυτά, αν υποθέσουμε ότι το Ισραήλ επιδιώξει να εξάγει μέρος των ποσοτήτων του στην ΕΕ, λειτουργούν αποτρεπτικά για την επιλογή της τουρκικής οδού. Αν, μάλιστα, προσθέσουμε τον εύλογο σκεπτικισμό πολλών εντός και εκτός Ευρώπης για τις συνέπειες μετεξέλιξης της Άγκυρας σε μία Ουκρανία του Νότου, δηλαδή σε ένα δεύτερο ενεργειακό «πνεύμονα» της Γηραιάς Ηπείρου, αντιλαμβανόμαστε ότι η κύρια χρησιμότητά της για το Ισραήλ και τους λοιπούς παραγωγούς της περιοχής, συνίσταται στο μέγεθος και τη δίψα της αγοράς της και όχι στο ρόλο της ως δυνητικού κόμβου.
Στη δεύτερη περίπτωση το όφελος θα είναι αμοιβαίο. Οι μεν Ισραηλινοί θα μπορούν να διαθέσουν το αέριό τους σε μία μεγάλη γειτονική αγορά και οι Τούρκοι να απορροφήσουν ποσότητες σε χαμηλότερες τιμές από ό,τι τις προμηθεύονται αυτή τη στιγμή από Ρωσία και Αζερμπαϊτζάν.
Οι προτεινόμενες διαδρομές περιπλέκουν περαιτέρω την κατάσταση. Ο αγωγός θα πρέπει να διασχίσει στη μία περίπτωση είτε το έδαφος είτε τις υφαλοκρηπίδες Λιβάνου και Συρίας, ενώ στην άλλη να διέλθει από τα κυπριακά χωρικά ύδατα. Και στα δύο ενδεχόμενα, υπάρχουν σημαντικά, αν όχι ανυπέρβλητα, εμπόδια που πολλαπλασιάζουν το ρίσκο μίας τέτοιας επιλογής.
Από την άλλη, φαντάζει τουλάχιστον περίεργο, εταιρείες που υποτίθεται ότι κατέχουν δεδομένα και στοιχεία να συνηγορούν στην επιλογή της Άγκυρας, περιφρονώντας το ότι ναι μεν η διαδρομή από Ισραήλ ή/και Κύπρο προς τα τουρκικά παράλια είναι σύντομη, εντούτοις κατόπιν απαιτείται είτε ο εκσυγχρονισμός του υφιστάμενου τουρκικού δικτύου είτε η κατασκευή νέου. Και στα δύο ενδεχόμενα το κόστος ανέρχεται σε απαγορευτικά μεγέθη.
Επιπρόσθετα, θα θελήσει, άραγε, το Ισραήλ να ενδυναμώσει εμμέσως την Τουρκία (που επιδιώκει την περιφερειακή ηγεμονία) δίνοντάς της πρόσβαση στις πηγές ενέργειας της περιοχής; Ή εκτιμούν οι διαχρονικά καχύποπτοι Ισραηλινοί ότι η Ενεργειακή συνεργασία με την Τουρκία θα κατευνάσει τις βλέψεις της, χάριν της εμπέδωσης ενός κλίματος εμπιστοσύνης; Και πώς συνδέονται στην ευρύτερη εξίσωση οι ήδη προχωρημένες συνέργειες με την Κύπρο αλλά και η δυναμική που αναπτύχθηκε τα τελευταία τρία χρόνια με την Ελλάδα, που προσφέρει στο Τελ Αβίβ το απαιτούμενο στρατηγικό βάθος;
Ενέργεια και Κυπριακό
Αναφορικά με την Κύπρο, επιχειρείται η διασύνδεση του Κυπριακού με τους ενεργειακούς πόρους της Κυπριακής Δημοκρατίας. Το δέλεαρ εδώ είναι η διασφάλιση της εκμετάλλευσης των κοιτασμάτων μέσω οριστικής λύσης που θα καταστήσει την Τουρκία συμμέτοχο, άρα και πιο υπεύθυνο δρώντα. Σε αντίθετη περίπτωση, επικρέμαται η δαμόκλειος σπάθη της συστηματικής αμφισβήτησης των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Λευκωσίας, ακόμη και επέμβασης, όπως υποστήριξε πρόσφατα ο πρώην Τουρκοκύπριος ηγέτης Ταλάτ.
Αξίζει, πάντως, να σημειώσουμε πως τα λεκτικά πυροτεχνήματα, οι συμφωνίες με ένα μόρφωμα που ουδείς αναγνωρίζει, και οι απειλές εκ μέρους της γειτονικής χώρας που σκοπεύουν στο να πολλαπλασιάσουν τα ρίσκα για τους επενδυτές, δεν έχουν μέχρι στιγμής καταφέρει το στόχο τους ούτε κατά το ελάχιστο. Συνεπώς, γιατί να αισθάνεται πίεση η Κυπριακή Δημοκρατία να προσέλθει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων δήθεν μειονεκτούσα; Δεν έχει το Κυπριακό ήδη αρκετά προβλήματα, για να προσθέσουμε ένα ακόμη;
Συν τοις άλλοις, οι όποιες καθυστερήσεις αποστερούν από την Κύπρο το πλεονέκτημα να εισέλθει στην ευρωπαϊκή αγορά εγκαίρως, αποκτώντας ανταγωνιστικό πλεονέκτημα και ενώ αναμένεται την επόμενη δεκαετία/δεκαπενταετία να αυξηθεί ραγδαία η προσφορά, κυρίως λόγω σχιστολιθικού αερίου. Μάλιστα, σε μια κρίσιμη καμπή και ενόψει αποφάσεων για τη διάθεση του αερίου της περιοχής, μήπως επιδιώκεται το «σπάσιμο» της διαφαινόμενης σύμπραξης Κύπρου-Ισραήλ με τον εμποτισμό αμφιβολιών στο δεύτερο για τη δυνατότητα (ελέω συνθηκών) της πρώτης να τηρήσει στο ακέραιο τις όποιες συμφωνίες.
Συνεπώς, εκεί που υπάρχει ωριμότητα στα εν εξελίξει σχέδια, αυτά θα πρέπει να προχωρήσουν χωρίς χρονοτριβή με τους περισσότερο πρόθυμους για συνέργειες. Είναι ξεκάθαρο πως τα πρόσφατα ευρήματα, πολλώ δε μάλλον αυτά που διαμοιράζονται σε αναγνωρισμένες θαλάσσιες ζώνες, μπορούν κατά το πρότυπο συνεκμετάλλευσης Κύπρου-Ισραήλ (στο οικόπεδο 12, Αφροδίτη) να εξελιχθούν σε εργαλείο εμπέδωσης μίας συνεργατικής λογικής, ενοποιώντας τα συμφέροντα. Για αυτούς, όμως, που έχουν ατζέντα μηδενικού αθροίσματος, οι ίδιες οι εξελίξεις θα τους θέσουν στο περιθώριο. (onalert)