Παρασκευή 3 Μαΐου 2013

Νέος γαλλο-γερμανικός «πόλεμος»


Ένα χρόνο μετά την εκλογή του Φρανσουά Ολάντ, οι γαλλο-γερμανικές σχέσεις φαίνονται χειρότερες και από την πιο απαισιόδοξη πρόβλεψη. Η πρόοδος της ΕΕ έχει βαλτώσει εξαιτίας αυτής της δυσχέρειας και το Παρίσι ευελπιστεί ότι μετά τις γερμανικές εκλογές του Σεπτεμβρίου τα πράγματα θα αλλάξουν –μαζί με την κυβέρνηση στο Βερολίνο.
Επιδείνωση σχέσεων
Βερολίνο και Παρίσι βρίσκονται σε αντιπαράθεση σε σχεδόν κάθε ζήτημα, όταν πρόκειται για την αντιμετώπιση της τρέχουσας κρίσης, διαφωνώντας για τα πάντα, από την τραπεζική ένωση ως το σχέδιο διάσωσης για την Κύπρο και τα ευρωομόλογα. Είναι γνωστό ότι το Βερολίνο και το Παρίσι βρίσκονται σε αντιπαράθεση, σε σχεδόν κάθε ζήτημα, όταν πρόκειται για την αντιμετώπιση της τρέχουσας κρίσης, διαφωνώντας για τα πάντα (τραπεζική ένωση, σχέδιο διάσωσης της Κύπρου, ευρωομόλογα). Και παρότι είναι επίσης γνωστό ότι τίποτα δεν προχωρά στην ΕΕ χωρίς τη συμφωνία των δύο, εξακολουθούν να μπλοκάρουν ο ένας τον άλλον.
Τα ζητήματα που διακυβεύονται δεν είναι ασήμαντα. Στο επίκεντρο της γαλλο-γερμανικής σύγκρουσης είναι το πώς η Ευρώπη μπορεί να αποτινάξει τη σημερινή κρίση. Η Μέρκελ είναι
πεπεισμένη ότι αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την εφαρμογή μέτρων λιτότητας, την απελευθέρωση της αγοράς εργασίας και την αναδιάρθρωση των συστημάτων κοινωνικής πρόνοιας.
Αλλά ο Ολάντ δεν είναι πρόθυμος να αφήσει τη Γερμανία να επιβάλει το μοντέλο της στη Γαλλία. Φοβάται ότι η ευρωπαϊκή ύφεση θα επιδεινωθεί αν το Βερολίνο εφαρμόσει τα σχέδια λιτότητας. Από τον Μάρτιο που ανακοίνωσε ότι η Γαλλία πρέπει να μειώσει τις δαπάνες της κυβέρνησης, ένα μεγάλο μέρος του κόμματός του που πιέζει για την αντιπαράθεση με τη Γερμανία έχει κερδίσει έδαφος. Ο Ολάντ πιστεύει ότι η άποψή του κερδίζει όλο και περισσότερη υποστήριξη σε όλη την Ευρώπη και ότι τελικά η Γερμανία θα αντιμετωπίσει πολύ μεγάλη πίεση και θα αναγκαστεί να κάνει παραχωρήσεις.
Απόδειξη γι’ αυτό, θεωρεί, είναι οι πρόσφατες δηλώσεις του Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο, ο οποίος είπε ότι παρόλο που ο ίδιος πιστεύει ότι οι πολιτικές λιτότητας είναι κατά βάση σωστές, θεωρεί, επίσης, ότι έχουν φθάσει στα όριά τους.
Οι πολιτικές διαφορές μεταξύ Βερολίνου και Παρισιού επιδεινώνονται περαιτέρω από προσωπικές αντιπάθειες. Η καγκελάριος Μέρκελ και ο πρόεδρος Ολάντ ποτέ δεν είχαν θερμές σχέσεις. Αυτό από μόνο του δεν είναι απαραιτήτως ένα πρόβλημα, δεδομένου ότι οι πολιτικοί μπορούν να συνεργαστούν καλά χωρίς να είναι άμεσα φίλοι. Ο Χέλμουτ Κολ και ο Φρανσουά Μιτεράν είχαν ελάχιστα κοινά επίσης, όπως και ο Νικολά Σαρκοζί με τη Μέρκελ. Όμως, στο σημείο αυτό, η αμοιβαία εμπιστοσύνη που κάποτε υπήρχε μεταξύ της Γαλλίας και της Γερμανίας έχει χαθεί, και η χημεία μεταξύ Μέρκελ και Hollande είναι τόσο κακή που κινδυνεύει να  προκαλέσει σοβαρή βλάβη στην ΕΕ.
Επίμονο πείσμα
Ο Ολάντ δεν έχει συγχωρέσει ακόμα την γερμανίδα καγκελάριο που δεν τον δέχθηκε στο Βερολίνο κατά τη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας. Οι σχέσεις τους φάνηκε να φτάνουν στο ναδίρ στα τέλη της περασμένης εβδομάδας μετά από ένα έγγραφο που άφησε να διαρρεύσει το Σοσιαλιστικό Κόμμα του Ολάντ στη γαλλική εφημερίδα Le Monde. Το έγγραφο απείλησε με «επίδειξη δύναμης» την «καγκελάριο της λιτότητας» και χλεύασε την «εγωιστική αδιαλλαξία» της Μέρκελ, λέγοντας ότι οι πολιτικές θέσεις της εξυπηρετούν αποκλειστικά «τις αποταμιεύσεις των καταθετών στη Γερμανία, το εμπορικό ισοζύγιο που καταγράφεται στο Βερολίνο και το εκλογικό μέλλον της». Το έγγραφο, που συντάχθηκε για ένα συνέδριο του κόμματος για την Ευρώπη τον Ιούνιο, δημιούργησε σάλο στη Γαλλία και τη Γερμανία. Δεν είναι σαφές αν ο Ολάντ γνώριζε εκ των προτέρων το περιεχόμενο.
Στη συνέχεια, το γερμανικό υπουργείο Οικονομίας άφησε να διαρρεύσει ένα ιδιαίτερα επικριτικό για την γαλλική οικονομία έγγραφο, θέλοντας προφανώς να στείλει μήνυμα προς τον Πρόεδρο Φρανσουά Ολάντ για τις «ανησυχητικές» επιδόσεις της χώρας του. «Η γαλλική βιομηχανία χάνει ολοένα και περισσότερο την ανταγωνιστικότητά της. Η μετοίκηση εταιρειών στο εξωτερικό συνεχίζεται. Η αποδοτικότητα των επιχειρήσεων είναι αδύναμη» αναφέρει μεταξύ άλλων το εσωτερικό έγγραφο που έχουν συντάξει στελέχη του γερμανικού υπουργείου Οικονομίας, συνεργάτες του υπουργού Φίλιπ Ρέσλερ. Το έγγραφο, το οποίο επικαλείται η γερμανική οικονομική εφημερίδα Handelsblatt, χαρακτηρίζει «ιδιαιτέρως ανησυχητικές τις αυξήσεις στους μισθούς» και σημειώνει ότι η Γαλλία κατατάσσεται προτελευταία στους κόλπους της ΕΕ, όσον αφορά τον ετήσιο αριθμό εργατοωρών, ενώ όπως αναφέρει, επενδύει πολύ λίγο στην έρευνα και στην ανάπτυξη.
Διαμάχη για τα χρήματα 
Οι διαφορές των δύο κρατών φαίνεται να είναι πάντα για τα χρήματα. Η Γερμανία πέρυσι πρότεινε τη συγκέντρωση κεφαλαίων εντός της ευρωζώνης μέσω ενός ειδικού κοινού προϋπολογισμού, αλλά πλέον η χώρα εγκατέλειψε την ιδέα. Η Μέρκελ είχε χρησιμοποιήσει την πρωτοβουλία στην προσπάθεια να εμποδίσει εκείνη τη στιγμή μια νέα συζήτηση για τα ευρωομόλογα. Η καγκελάριος πρότεινε αρχικά ένα ποσοστό για την υποστήριξη, για παράδειγμα, των πανεπιστημίων στις υπερχρεωμένες χώρες της ευρωζώνης –κάτι που είδε ως ένδειξη αλληλεγγύης.
Αλλά η ιδέα δεν προχώρησε με τη Γαλλία και τις νότιες χώρες της ΕΕ, που θα προτιμούσαν έναν προϋπολογισμό για την ευρωζώνη άνω των € 100 δισεκατομμυρίων, που θα χρηματοδοτούσε επίσης προγράμματα οικονομικής τόνωσης. Η αντιπρόταση χρησίμευσε μόνο για να ενισχύσει τις προκαταλήψεις της Γερμανίας για τη Γαλλία.
Μια προτεινόμενη τραπεζική ένωση, την οποία η Γαλλία έχει προωθήσει, δεν έχει προχωρήσει επίσης. Το Βερολίνο επιμένει ότι μια τέτοια ένωση θα απαιτήσει την τροποποίηση των συνθηκών της ΕΕ, ένα βήμα στο οποίο το Παρίσι αντιτίθεται. Ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε βασίζει τη θέση της Γερμανίας στις νέες λειτουργίες που θέλουν να μεταβιβάσουν τα κράτη της ευρωζώνης στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Αν η ΕΚΤ αναλάβει την ευθύνη για τη ρύθμιση των τραπεζών, υποστηρίζει ο Σόιμπλε, αυτή η στροφή από εθνικό σε ευρωπαϊκό επίπεδο πρέπει να υποστηρίζεται νομικά από μια συνθήκη. Σε αντίθετη περίπτωση, τα εθνικά δικαστήρια – και ιδίως το γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο – θα μπορούσε να ανατρέψει τους νέους κανόνες. Η Γαλλία και άλλες χώρες θέλουν να αποφύγουν την τροποποίηση των Συνθηκών, μια περίπλοκη διαδικασία που υποστηρίζουν ότι θα πάρει πάρα πολύ χρόνο.
spiegel, handelsblatt

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου