Δευτέρα 24 Σεπτεμβρίου 2012

Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΒΑΪΜΑΡΗΣ ΤΟΥ ΑΝΤΩΝΗ ΜΗΤΣΑΚΟΥ



Ένα έργο που παίζεται σε επανάληψη, μεταφερόμενο στο χρόνο και το χώρο

Δεν είμαι ιστορικός, αλλά μ’ αρέσει η ανάγνωση και η μελέτη της ιστορίας. Αυτή η μελέτη πολλές φορές εξάλλου μας βοηθάει να βγάλουμε χρήσιμα συμπεράσματα για τη σύγχρονη πραγματικότητα. Τελευταία, παίρνοντας αφορμή από αυτά που βιώνουμε με τόσο έντονο τρόπο γύρω μας, μου κέντρισε το ενδιαφέρον η ιστορία της «Δημοκρατίας της Βαϊμάρης». Διαβάζοντας λοιπόν, παρά τις υπαρκτές διαφορές, συνάντησα μια σειρά από ανατριχιαστικές αναλογίες με τα όσα συμβαίνουν σήμερα στην Ελλάδα. Παρακάτω παραθέτω, με σχετική συντομία, τις σημαντικότερες εξελίξεις της σύντομης πορείας της  προαναφερθείσας Δημοκρατίας. Επειδή κάποια γεγονότα θεωρώ ότι πρέπει υποχρεωτικά να αναφερθούν, το κείμενο είναι αναγκαστικά, κάπως, μεγάλο. Στο τέλος, ωστόσο, αναφέρω, τις ομοιότητες και τις διαφορές, που προκύπτουν, κατά την κρίση μου, ανάμεσα στη «Δημοκρατία της Βαϊμάρης» και την Ελλάδα του σήμερα.

Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης (1918-1933), ήταν επί της ουσίας, το πρώτο δημοκρατικό πολίτευμα στην ιστορία της Γερμανίας. Γεννήθηκε με την ήττα της αυτοκρατορικής Γερμανίας στον Α’
Παγκόσμιο Πόλεμο και πέθανε με την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία. Η Γερμανία εκείνη την περίοδο ήταν μια βαθειά διαιρεμένη χώρα. Υπήρχαν διαφορές πολιτικές, κοινωνικές, αλλά και σε κάποιο βαθμό εθνολογικές. Παρόλο που το τελευταίο δεν ήταν τόσο έντονο, ιδιαίτερα τα μεγάλα κρατίδια της ομοσπονδίας, η Πρωσία και η Βαυαρία εξέφραζαν σε πολλές περιπτώσεις έντονα αντίθετες τοποθετήσεις από την κεντρική κυβέρνηση του Ράιχ. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά τους.

Το Νοέμβριο του 1918, η Γερμανία είχε ήδη καταργήσει το μοναρχικό καθεστώς και προσδοκούσε μια δίκαιη ειρήνη. Βέβαια αυτή η δίκαιη ειρήνη, σήμαινε για πολλούς διαφορετικά πράγματα. Οι περισσότεροι ανέμεναν ότι τα εδάφη της αυτοκρατορικής Γερμανίας θα παρέμεναν ανέπαφα με εξαίρεση την Αλσατία και τη Λωρραίνη που θα επέστρεφαν στη Γαλλία, καθώς και τις περιοχές της Πρωσίας όπου ο πληθυσμός μιλούσε Πολωνικά που θα επέστρεφαν στην Πολωνία. Ανέμεναν δε αρκετοί ότι οι πολεμικές αποζημιώσεις που θα καλούντο να δώσουν, θα ήταν σχετικά μικρές.
Από εκεί και πέρα, μεταξύ των κυβερνώντων κατά τις απαρχές της Δημοκρατίας υπήρχαν χαώδεις διαφορές σε ότι είχε να κάνει με τον τρόπο διακυβέρνησης της χώρας. Η εξουσία κατ’ αρχήν είχε παραχωρηθεί στα Εργατικά και Στρατιωτικά Συμβούλια τα οποία θα αποφάσιζαν για τις τύχες του τόπου. Το Δεκέμβριο του 1918 συνεκλήθη  στο Βερολίνο το Α’ Γενικό Συνέδριο των Συμβουλίων, το οποίο όπως αποδείχθηκε ήλεγχε το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα της πλειοψηφίας που διέθετε 300 από του 514 αντιπροσώπους, ενώ άλλους 100 διέθετε το ανεξάρτητο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα που πρέσβευε περισσότερο σκληρές σοσιαλιστικές θέσεις. Κάποιους αντιπροσώπους διέθεταν οι αριστεροί φιλελεύθεροι και οι κομμουνιστές. Οι τελευταίοι επιθυμούσαν η εξουσία να παραμείνει στα συμβούλια και να οδηγηθούμε σε «δικτατορία του προλεταριάτου». Τελικά επικράτησε με μεγάλη πλειοψηφία η άποψη ότι έπρεπε να οδηγηθεί σύντομα το κράτος σε Συνταγματική Εθνοσυνέλευση μέσω εκλογών. Η ιδέα της δημιουργίας «σοβιέτ» θα ήταν τουλάχιστον αστεία σε μια κοινωνία που διέθετε βιομηχανική παραγωγή γι’ αυτό και δεν βρήκε ανταπόκριση ούτε καν από την ίδια την εργατική τάξη. Έτσι ορίστηκαν εκλογές για τις 19 Ιανουαρίου 1919. Εν τω μεταξύ στις 30 Δεκεμβρίου του 1918 τελειώσαν οι εργασίες του ιδρυτικού συνεδρίου  του Κομμουνιστικού κόμματος και 5 ημέρες μετά, από τους σοσιαλδημοκράτες της πλειοψηφίας αποπέμφθηκε ο αρχηγός της αστυνομίας, ο οποίος ανήκε στην αριστερή πτέρυγα του ανεξάρτητου σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, των αποκαλούμενων Σπαρτακιστών. Την επόμενη, από τους ανεξάρτητους σοσιαλδημοκράτες και τους κομμουνιστές ξεσπούν ταραχές στο Βερολίνο οι οποίες κρατούν ως τις 12 Ιανουαρίου. Κατά την εξέγερση υπήρξαν πολλοί νεκροί και τραυματίες και αυτή έληξε με την παρέμβαση του στρατού και συγκεκριμένα των Freikorps. Η επέλαση των Freikorps συνεχίστηκε και μετά τη λήξη των εχθροπραξιών και στις 15 Ιανουαρίου δολοφονήθηκαν  οι κομμουνιστές ηγέτες Καρλ Λιμπνεχτ και Ρόζα Λούνενμπουργκ. Οι τελευταίοι πάντως δεν μπορούν να θεωρηθούν ανεύθυνοι για το αίμα που είχε χυθεί προηγουμένως. Η Ρόζα Λούνενμπουργκ είχε πλέξει το εγκώμιο των επαναστατημένων μαζών αν και οι ενέργειές τους έρχονταν πολλές φορές σε αντίθεση με όσα η ίδια διακήρυττε.
Τέσσερεις ημέρες αργότερα είχαμε τις πρώτες εκλογές για τη Γερμανία, αμέσως μετά τον πόλεμο. Σε αυτές δεν έλαβε μέρος το Κομμουνιστικό Κόμμα, αφού διαφωνούσε με  τη διενέργειά τους. Έλαβαν, ωστόσο μέρος, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Πλειοψηφίας, το Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, το Κόμμα του Κέντρου (φιλελεύθεροι αριστεροί), το Λαϊκό Κόμμα, το Δημοκρατικό Κόμμα και το Εθνικό Λαϊκό Κόμμα που αποτέλεσε το συνασπισμό της Δεξιάς. Τα Σοσιαλδημοκρατικά κόμματα ήταν οι νικητές των εκλογών. Το κόμμα της πλειοψηφίας πήρε το 37,9% των ψήφων και το ανεξάρτητο πήρε το 7,6%. Το κόμμα του κέντρου πήρε 19,7% και το Δημοκρατικό κόμμα 18,5%. Το Εθνικό Λαϊκό κόμμα 10,3% και το Λαϊκό κόμμα 4,4%. Λίγες ημέρες αργότερα, στις 11 Φεβρουαρίου το κοινοβούλιο ψήφισε προσωρινό πρόεδρο του Ραϊχ τον Φρίντριχ Έμπερτ. Αυτός με τη σειρά του έδωσε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στο στέλεχος του Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος Φίλιπ Σάιντεμαν. Την κυβέρνηση στήριξαν και τα μέλη του Κόμματος του Κέντρου και του Δημοκρατικού Κόμματος. Την πρώτη σημαντική κρίση, η κυβέρνηση την αντιμετωπίσε μεταξύ της 7ης Απριλίου και της 2ας Μαΐου. Τότε στο Μόναχο εξεγερθηκαν οι Κομμουνιστές, κατέλυσαν την τοπική κυβέρνηση και εγκατέστησαν τη Δημοκρατία των Συμβουλίων. Αυτή η διακυβέρνηση σύντομα έγινε περίγελος, αφού διέκοπτε την επικοινωνία με το Ράιχ και αποκαθιστούσε την επικοινωνία με τον Λένιν και τη Σοβιετική Ένωση. Η εξέγερση και εδώ κατεστάλη  με τη βίαιη επέμβαση των Freikorps. Η εν λόγω εξέγερση συνέβαλε τα μέγιστα στη μετατροπή του Μονάχου σε προπύργιο των ακροδεξιών ομάδων.

Την μεγαλύτερη, ωστόσο κρίση, η κυβέρνηση την αντιμετώπισε μερικές ημέρες αργότερα. Στις 16 Ιουνίου οι νικήτριες δυνάμεις του πολέμου απέστειλαν στη Γερμανία τελεσίγραφο για την αποδοχή της συνθήκης των Βερσαλλιών. Οι όροι ήταν επαχθέστεροι του αναμενομένου και δυσβάσταχτοι για το Γερμανικό λαό. Εκτός από την Αλσατία- Λωρραίνη  και την Δυτική Πρωσία που, ούτως ή άλλως, είχαν προεξοφληθεί, η Γερμανία έχανε την Άνω Σιλεσία που παραχωρείτο  στην Πολωνία. Το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης παραχωρήθηκε στο Βόρειο Σλέσβιχ, ενώ άλλα μικρότερα τμήματα της παλιάς αυτοκρατορίας παραχωρήθηκαν στο Βέλγιο. Η Γαλλία την τελευταία στιγμή υποχώρησε στο θέμα της Ρηνανίας, ενώ οι όποιες ελπίδες υπήρχαν για ένωση με την Αυστρία επαλείφθηκαν. Κατά τ’ άλλα, καταργήθηκε η στρατιωτική θητεία για τους Γερμανούς ενώ ο στρατός της θα έπρεπε να μειωθεί σε 100000 στρατιώτες και 15000 ναύτες. Η συνθήκη αφαιρούσε από τη Γερμανία το 1/7 των εδαφών της, το 1/10 του πληθυσμού της . Η Γερμανία επίσης έχασε το 1/3 των κοιτασμάτων του άνθρακα που διέθετε, ενώ έπρεπε να παραδίδει για τα επόμενα χρόνια άνθρακα σε Βέλγιο, Γαλλία, Λουξεμβούργο και Ιταλία. Τα δε ποσά των αποζημιώσεων ήταν πολύ μεγαλύτερα του αναμενομένου και οι πιέσεις των νικητών πέρα από κάθε λογική. Προηγουμένως όμως η Γερμανία θα έπρεπε να έχει παραδεχτεί η ίδια την ενοχή της για τη διενέργεια του πολέμου.
Έτσι, ο Σάιντεμαν που είχε δεσμευτεί να απορρίψει μια τέτοια συνθήκη παραιτήθηκε και τη θέση του πήρε ο Γκούσταβ Μπάουερ, μέχρι τότε υπουργός εργασίας. Τελικά στις 28 Ιουνίου, μη μπορώντας να αναστρέψει το κλίμα, υπέγραψε τη συνθήκη. Η νέα κυβέρνηση έφερε προς κύρωση το «Σύνταγμα της Βαϊμάρης». Σε αυτό δεν υπήρχαν ασφαλιστικές δικλείδες στην περίπτωση που κάποιος επιθυμούσε την κατάργηση  του.

Ο υπουργός οικονομικών της κυβέρνησης, Mathias Erberger, προέβη το Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς  σε μια μεγάλη οικονομική μεταρρύθμιση. Σε μια προσπάθεια να ανατρέψει την πρότερη οικονομική πολίτική, η οποία βασιζόταν στην κοπή πληθωριστικού χρήματος, επέβαλε ένα πανεθνικό φόρο εισοδήματος και φορολόγησε τους κερδοσκόπους του πολέμου και την ακίνητη περιουσία. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να πληγούν, πέρα από τους κερδοσκόπους, τα κρατίδια και οι δήμοι, οι οποίοι έγιναν πολύ περισσότερο εξαρτώμενοι από την κεντρική κρατική χρηματοδότηση. Παράλληλα, δεν τιθασεύτηκε ιδιαίτερα ο πληθωρισμός. Ο υπουργός οικονομικών κατέστη ένα από τα πλέον μισητά πρόσωπα. Οι αντίπαλοί του τον κατηγόρησαν για φοροδιαφυγή. Ενεπλάκη έτσι σε μια δικαστική διαμάχη που τελικά τον οδήγησε σε παραίτηση. Στις 26 Αυγούστου του 1921, τελικά δολοφονήθηκε από εξτρεμιστές της άκρας δεξιάς.

Στις τάξεις του στρατού οι περισσότεροι αξιωματικοί διαφωνούσαν με τις επιταγές της συνθήκης των Βερσαλλιών. Ειδικά με τις μειώσεις στο στράτευμα και με την παράδοση των εγκληματιών πολέμου στους συμμάχους. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα, στις 13 Μαρτίου, ο Γενικός  Έπαρχος της Ανατολικής Πρωσίας Wolfgang Kapp, να εισέρθει στο Βερολίνο, επικεφαλής μιας ναυτικής ταξιαρχίας, πραγματοποιώντας πραξικόπημα. Ο στρατός έκρινε μάταιο το να του αντισταθεί. Τα ελεύθερα συνδικάτα που ελέγχονταν από σοσιαλδημοκράτες κήρυξαν γενική απεργία για τις 15 Μαρτίου και στις 17,ο  Kapp παραιτείται. Οι Κομμουνιστές που δε βοήθησαν την κατάσταση εξεγέρθηκαν στη βιομηχανική περιοχή του Ρουρ, όπου διατηρούσαν  μεγάλη δύναμη. Η εξέγερση συνετρίβη  μετά από παρέμβαση του στρατού και ορισμένων παραστρατιωτικών οργανώσεων. Στις 27 Μαρτίου σχηματίστηκε από τους κυβερνητικούς εταίρους νέα κυβέρνηση, υπό τον Μίλερ η οποία οδηγησε τη χώρα σε νέες εκλογές στις 6 Ιουνίου. Σε αυτές παρουσιάστηκε μια σχετική άνοδος των δεξιών κομμάτων με παράλληλη πτώση σοσιαλδημοκρατών και κομμουνιστών. Τα δύο σοσιαλδημοκρατικά κόμματα διατηρησαν την πλειοψηφία αλλά το μεν της πλειοψηφίας έπεσε αρκετά (21,6%), το δε ανεξάρτητο ανέβηκε (18,6%). Στις 25 Ιουνίου δημιουργήθηκε τελικά κυβέρνηση η οποία στηρίζόταν από τα δύο φιλελεύθερα κόμματα και το κόμμα του κέντρου, με την ανοχή των σοσιαλδημοκρατών. Πρωθυπουργός ανέλαβε  ο Fehrenbach (κόμμα του κέντρου).

Το Μάρτιο του 1921 και μετά από διαβουλεύσεις υπογράφηκε  το πρωτόκολλο οικονομικής συνεργασίας Γερμανίας-Ρωσίας. Με αυτό τον τρόπο η Γερμανία θέλησε να αποκτήσει συμμάχους στην προσπάθεια να άρει τις επιπτώσεις από το δυσβάστακτο κόστος της συνθήκης των Βερσαλλιών. Αυτή η συμφωνία ανησύχησε τις νικήτριες δυνάμεις με αποτέλεσμα, αυτές να εντείνουν τις πιέσεις τους για την καταβολή των αποζημιώσεων οι οποίες έφτασαν στο ύψος των 100 εκ. μάρκων (ποσό που ήταν αδύνατο να πληρωθεί). Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης η Γαλλία θα καταλάμβανε την περιοχή του Ρουρ.
Τον Απρίλιο του 1922, μεταξύ Γερμανίας και Ρωσίας υπεγράφη νέα συνθήκη συνεργασίας, γνωστή ως «συνθήκη του Ράπαλο». Υπεύθυνος για την υπογραφή αυτής της συνθήκης ήταν κυρίως, ο εβραϊκής καταγωγής, πρόεδρος του Γερμανικού Δημοκρατικού κόμματος και υπουργός εξωτερικών, Walter Rathenau. Για τη συνθήκη αυτή υπήρξαν πολλές αντιδράσεις και στο εσωτερικό της Γερμανίας. Τελικά, στις 24 Ιουνίου του 1922, ο Rathenau δολοφονήθηκε από εξτρεμιστές της άκρας δεξιάς.
Ο Rathenau, ο Erberger, η Ρόζα Λουξεμπουργκ, ο Καρλ Λιμπνεχτ και αρκετοί άλλοι πολιτικοί αι διανοητές, από διάφορους χώρους, ήταν εβραϊκής καταγωγής. Αυτό σε συνδυασμό με το ότι οι Εβραίοι συγκέντρωναν πλούτο δυσανάλογο με την πληθυσμιακή τους ποσόστωση οδήγησε στην ένταση, ενός, έτσι ι αλλιώς, ήδη υπάρχοντος αντισημιτικού κλίματος τόσο στην κοινωνία, όσο και στον χώρο της νεολαίας.
Την ίδια χρονιά επιδεινώθηκε ο πληθωρισμός. Σχηματίστηκε νέα κυβέρνηση με τη στήριξη του κόμματος του Κέντρου, του Λαϊκού κόμματος και του Δημοκρατικού κόμματος.
Στις αρχές του 1923 η Γαλλία βρήκε την ευκαιρία που έψαχνε. Ισχυριζόμενη ότι η Γερμανία δεν κατέβαλε τις ποσότητες άνθρακα που επιβαλλόταν από τη συνθήκη των Βερσαλλιών, σε συνεργασία με το Βέλγιο, κατάλαβε την περιοχή του Ρουρ. Δέσμευσε  τον ορυκτό πλούτο της περιοχής, καθώς και το σιδηροδρομικό δίκτυο. Η Γερμανία εφάρμοσε τη λεγόμενη «παθητική αντίσταση». Η πίεση όμως που δέχτηκε, την ανάγκασε να οδηγηθεί σε εκτίναξη του πληθωρισμού. Και προηγουμένως υπήρχε πληθωρισμός, αλλά η ένταση του φαινομένου πολλαπλασιάστηκε.

Εν τω μεταξύ, στις 13 Αυγούστου του ίδιου έτους δημιουργήθηκε κυβέρνηση μεγάλου συνασπισμού, την οποία στήριξαν το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, το Κόμμα του Κέντρου και το Λαϊκό Κόμμα και ένα μήνα αργότερα έληξε η παθητική αντίσταση. Την ίδια περίοδο έλαβε χώρα και ένα άλλο σημαντικό γεγονός. Στη Σοβιετική Ένωση, η ηγεσία της τρίτης διεθνούς, αποτελούμενη από τους Ζινόβιεφ, Ράντεκ και Τρότσκι επέβαλε στον διστακτικό Στάλιν, την απόφαση σχηματισμού μιας επιτροπής με αποστολή να οργανώσει την κομμουνιστική επανάσταση στη Γερμανία. Το Σεπτέμβριο του 1923 βγήκε η απόφαση για τον «Γερμανικό Οκτώβρη». Έτσι δόθηκε εντολή στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Γερμανίας, να εισέρθει στην κυβέρνηση της Σαξονίας, όπου διατηρούσε σημαντικές δυνάμεις, προκειμένου να εξοπλίσει το προλεταριάτο της Σαξονίας. Έτσι το κρατίδιο θα γινόταν το προπύργιο της επανάστασης. Τελικά το εγχείρημα απέτυχε, αφού ο στρατός και η αστυνομία βρέθηκαν προετοιμασμένοι και επενέβησαν πριν οι επαναστάτες οργανώσουν καλά την κίνησή τους.

Το 1923 υπήρχε παράλληλα με τα παραπάνω γεγονότα και μια σύγκρουση της κεντρικής κυβέρνησης με τη Βαυαρία. Στις 25 Σεπτεμβρίου, ο Χίτλερ, εκλέχτηκε αρχηγός της «Γερμανικής Μαχητικής  Ένωσης», μιας οργάνωσης στην οποία συμμετείχαν οι πιο πολλές πατριωτικές οργανώσεις. Στη συνέχεια, ένας σημαντικός αριθμός Εβραίων απελάθηκαν από τη Βαυαρία. Ο Χίτλερ και οι πολιτικοί του σύμμαχοι δεν είχαν την πρόθεση, να αποσχιστεί η Βαυαρία από τη Γερμανία. Αντίθετα επιθυμούσαν να μετατρέψουν τη Γερμανία στα πρότυπα της Βαυαρίας. Στις 8-9 Νοεμβρίου, επιχειρήθηκε από τον Χίτλερ και τους συνεργάτες του πραξικόπημα στο Μόναχο. Στις 9 Νοεμβρίου η Βαυαρική αστυνομία, έβαλε τέλος στο πραξικόπημα. Ο Χίτλερ συνελήφθη δυο μέρες αργότερα. Τελικά καταδικάστηκε σε πενταετή φυλάκιση. Σε έξι μήνες, ωστόσο, αφέθηκε ελεύθερος, εξαιτίας του ότι κρίθηκε πως η απόπειρα ανατροπής της Δημοκρατίας έγινε, έχουσα πατριωτικά ελατήρια.

 Αξιοσημείωτα  γεγονότα για την περίοδο, είναι η κυκλοφορία του rentemark, δηλαδή του μάρκου σταθερής απόδοσης, το οποίο βοήθησε στην τιθάσευση του πληθωρισμού και σύσταση της επιτροπής Ντόουζ. Η τελευταία είχε σα σκοπό την μελέτη ενός τρόπου ρύθμισης της  καταβολής των επανορθώσεων ώστε να δοθεί μια «ανάσα» στη Γερμανική οικονομία.

Η επόμενη χρονιά, το 1924 χαρακτηρίστηκε από δύο εκλογικές αναμετρήσεις. Η πρώτη διεξήχθη το Μάϊο και σημαδεύτηκε  από την ενίσχυση των άκρων. Τα αποτελέσματα είχαν ως εξής: Εθνικό Λαϊκό Κόμμα 19,5%, Εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα 6,5%, Λαϊκό Κόμμα 9,2%, Κόμμα του Κέντρου 13,4%, Δημοκρατικό Κόμμα 5,7%, Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα 20,5%, Κομμουνιστικό όμμα 12,6%, Βαυαρικό Λαϊκό Κόμμα 3,2%. Στις εκλογές αυτές δεν έλαβε μέρος το Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, του οποίου η Δεξιά πτέρυγα προσχώρησε στο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα και η Αριστερή στο Κομμουνιστικό Κόμμα. Μετά της εκλογές φάνηκε ότι ήταν δύσκολος ο σχηματισμός  κυβέρνησης. Τελικά σχηματίστηκε προσωρινά η κυβέρνηση Marx (Κόμμα του Κέντρου) στην οποία συμμετείχαν το Κόμμα του Κέντρου, το Δημοκρατικό Κόμμα και το Λαϊκό Κόμμα . Κύριος σκοπός αυτής της κυβέρνησης ήταν η διαπραγμάτευση των όρων του σχεδίου Ντόουζ. Τελικά μετά από σκληρές διαπραγματεύσεις και με την ψήφο 48 (από τους 100) βουλευτών του Εθνικού Λαϊκού Κόμματος, το σχέδιο εγκρίθηκε με πλειοψηφία 2/3 από το Ραϊχσταγκ. Σύμφωνα με αυτό, οι επανορθώσεις θα ρυθμίζονταν σε αρκετά μεγαλύτερο βάθος χρόνου από το αρχικώς προβλεπόμενο. Παράλληλα, Γαλλία και Βέλγιο, θα αποσύρονταν από τα εδάφη που είχαν καταλάβει μεταξύ 1921 και 1923.
Αναμφισβήτητα επρόκειτο για μία καλή συμφωνία για τους Γερμανούς. Έτσι στις δεύτερες εκλογές που πραγματοποιήθηκαν μέσα στο έτος τα κόμματα του κέντρου πήραν μία ανάσα. Τα αποτελέσματα των εκλογών του Δεκεμβρίου είχαν ως εξής: Εθνικό Λαϊκό Κόμμα 20,5%,  Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα 3%,  Λαϊκό Κόμμα  10%, Κόμμα του Κέντρου 13,6%, Δημοκρατικό Κόμμα 6,3%, Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα 26%, Κομμουνιστικό Κόμμα 9% και Βαυαρικό Λαϊκό Κόμμα 3,7%.
Μετά από αυτά τα αποτελέσματα δημιουργήθηκε η κυβέρνηση Luther (ανεξάρτητος), στην οποία για πρώτη φορά συμμετείχε το Εθνικό Λαϊκό Κόμμα. Οι θέσεις του κόμματος υποστήριζαν τον περιορισμό των δικαιοδοσιών του Ράιχσταγκ με την ταυτόχρονη ενίσχυση των δυνατοτήτων του Προέδρου της Δημοκρατίας. Τελικά, με τη σύμφωνη γνώμη και άλλων κομμάτων, κυρίως της Δεξιάς και του Κέντρου αποφασίζεται η εκλογή του Προέδρου από το Λαό.
Την ίδια χρονιά (1925) πέθανε ο Πρόεδρος Έμπερτ, σε ηλικία 54 ετών. Έτσι προκηρύχθηκαν εκλογές για πρόεδρο. Στον πρώτο γύρο των εκλογών κανένας υποψήφιος δε συγκέντρωσε την απόλυτη πλειοψηφία που απαιτείτο για την εκλογή. Πρώτος βγήκε ο υποψήφιος της Δεξιάς Karl Jarres, πρώην Δήμαρχος του Ντούισμπουργκ, με 38,8%, δεύτερος, ο Σοσιαλδημοκράτης Broun, πρωθυπουργός της Πρωσίας, με 29% και τρίτος με 14,5%, ο Marx (Κόμμα του Κέντρου) που είχε διατελέσει πρωθυπουργός. Άλλοι υποψήφιοι συγκέντρωσαν μικρότερα ποσοστά. Στο δεύτερο γύρο, τα Κόμματα της Κεντροαριστεράς και του Κέντρου συνασπίστηκαν γύρω από την υποψηφιότητα Marx για να ανατρέψουν το αποτέλεσμα. Έτσι και η Δεξιά αναζήτησε νέο υποψήφιο, με μεγαλύτερη επιρροή. Αυτός βρέθηκε στο πρόσωπο του ζωντανού θρύλου, για τους Γερμανούς, και υπεύθυνου για πολλές νίκες στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στρατηγού εν αποστρατεία, Πάουλ Φον Χίντεμπουργκ. Πράγματι, σε εκλογές με πολύ μεγάλη συμμετοχή (77%), ο Χίντεμπουργκ έλαβε το 48,3% και ο Marx το 45,3% (Ο Κομμουνιστής Τέλεμαν πήρε 6,4%). Έτσι ο στρατηγός έγινε ο πρώτος, εκλεγμένος από το Λαό, Πρόεδρος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης.
Τα τρία επόμενα χρόνια (1925-1927) κύλησαν χωρίς σημαντικές εκλογικές αναμετρήσεις και με κάποιους ανασχηματισμούς. Στις 12 Μαΐου του 1926 παραιτήθηκε η κυβέρνηση Luther και πρωθυπουργός ανέλαβε εκ νέου, ο Marx .

Στις εκλογές του Μαΐου του 1928, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα ενισχύθηκε, ενώ ταυτόχρονα σημειώθηκε πτώση των Εθνικολαϊκών. Παράλληλα το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα βρέθηκε στο ιστορικά χαμηλότερό του ποσοστό, του 2,6%. Τα αποτελέσματα είχαν ως εξής: Εθνικό Λαϊκό Κόμμα 14,3%, Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα 2,6%,  Λαϊκό Κόμμα 8,7%, Κόμμα του Κέντρου 12,1%, Δημοκρατικό Κόμμα 4,9%, Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα 29,8%, Κομμουνιστικό Κόμμα 10,6% και Βαυαρικό Λαϊκό Κόμμα 3,1%. Έτσι οδηγηθήκαμε στη δημιουργία της κυβέρνησης Μύλερ (Σοσιαλδημοκράτης) η οποία στηρίχτηκε από το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, το Λαϊκό Κόμμα, το Δημοκρατικό Κόμμα, το Κόμμα του Κέντρου και το Βαυαρικό Λαϊκό Κόμμα (Κυβέρνηση μεγάλου συνασπισμού). Την ίδια χρονιά, ο Alfred Hugenberg εξελέγη πρόεδρος του Εθνικού Λαϊκού Κόμματος.
Η επόμενη χρονιά (1929) ήταν γεμάτη δυσάρεστες ειδήσεις αι γεγονότα. Στις αρχές του έτους, ο αριθμός των ανέργων προσέγγισε τα 3000000. Τον Οκτώβριο πέθανε ο Γκούσταβ Σρέζεεμαν (Λαϊκό Κόμμα), πρώην πρωθυπουργός και τότε υπουργός. Επρόκειτο για μία από τις σημαντικότερες μορφές της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Ήταν ένας άνθρωπός που κράταγε τις ισορροπίες και είχε τιμηθεί με το νόμπελ ειρήνης. Τον ίδιο μήνα πραγματοποιήθηκε το Κραχ στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης. Πολλοί επιχειρηματίες απέσυραν τα κεφάλαιά τους από τη Γερμανία προκειμένου να καλύψουν τις θέσεις τους στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης.
Μια άλλη σημαντική εξέλιξη της εποχής, ήταν η αποδοχή από το Ραϊχσταγκ  του σχεδίου Γιανγκ. Επρόκειτο για ένα νέο σχέδιο, σημαντικά βελτιωμένο, για την αποπληρωμή των αποζημιώσεων. Το σχέδιο αυτό θα ήταν πραγματική ανάσα για τη Γερμανία εάν δε συνέπιπτε με το διεθνές οικονομικό περιβάλλον του Κραχ.
Το 1930, εξαιτίας μιας διαφωνίας που αφορούσε την ασφάλιση των ανέργων, ο πρωθυπουργός Μίλερ παραιτήθηκε και τη θέση του ανέλαβε ο Bruning (Κόμμα του Κέντρου). Ούτε αυτός όμως, ούτε η αποχώρηση των συμμαχικών στρατευμάτων από τη Ρηνανία, κατόρθωσαν να αλλάξουν το ήδη βαρύ κλίμα. Ο αριθμός των ανέργων το Μάρτιο ανήλθε στα 3500000. Έτσι ήρθε ως φυσικό επακόλουθο τα αποτελέσματα των εκλογών της 14ης Σεπτεμβρίου που κατέγραψαν μεγάλη άνοδο των Εθνικοσοσιαλιστών και των Κομμουνιστών. Η προπαγάνδα των άκρων είχε ήδη αρχίσει να πιάνει τόπο. Τα αποτελέσματα είχαν ως εξής: Εθνικό Λαϊκό Κόμμα 7%, Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα 18,3%, Λαϊκό Κόμμα 4,5%, Κόμμα του Κέντρου 11,8%, Δημοκρατικό Κόμμα 3,8%, Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα 24,5%, Κομμουνιστικό Κόμμα 13,1%, Βαυαρικό Λαϊκό Κόμμα 3%.
Η κυβέρνηση δεν άλλαξε με τα αποτελέσματα των βουλευτικών εκλογών, αφού ήταν της αρεσκείας του Προέδρου Χίντεμπουργκ και οι δυνατότητες που του παρείχε το Σύνταγμα ήταν αυξημένες. Ωστόσο, στις αρχές του 1931 ο αριθμός των ανέργων ανερχόταν στα 4500000. Οι παραστρατιωτικές οργανώσεις, που έτσι κι αλλιώς τα κόμματα είχαν υπό την εποπτεία τους, βρίσκονταν σε διαρκείς διαμάχες, σε όλους τους κοινωνικούς χώρους. Την πρωτοκαθεδρία, βέβαια στις επιθέσεις την είχαν τα Τάγματα Εφόδου, των Εθνικοσοσιαλιστών. Το Ραϊχσταγκ, λειτουργούσε ελάχιστα, μιας και οι κυβερνώντες θεωρούσαν ότι με αυτό τον τρόπο δεν θα δινόταν ιδιαίτερο βήμα στους 107 βουλευτές του Χίτλερ, αλλά και τους πολλούς Κομμουνιστές, που θα ήθελαν, ο καθένας από τη μεριά του, την κατάλυση της Δημοκρατίας.
Ο καλπασμός της ανεργίας συνεχίστηκε και την επόμενη χρονιά. Στις αρχές του 1932, οι άνεργοι προσέγγισαν τα 6000000. Στις νέες προεδρικές εκλογές που διεξήχθησαν, επανεξελέγη ο ήδη 84χρονος, Χίντεμπουργκ. Αυτή τη φορά η εκλογή συνέβη, περισσότερο με τη στήριξη των Σοσιαλδημοκρατών και υπό την απειλή του Χίτλερ. Τρεις μέρες μετά την επανεκλογή του Χίντεμπουργκ, στις 13 Απριλίου και μετά από πολλά επεισόδια καθ’ όλο το προηγούμενο διάστημα, τα SA και τα SS, τέθηκαν εκτός νόμου. Την 1η Ιουνίου ορκίστηκε καγκελάριος, ο πρώην στρατιωτικός, Von Papen, που αποτελούσε καθαρά προεδρική επιλογή. Η βουλή, ωστόσο που είχε προκύψει δεν ήταν να δώσει σταθερή κυβέρνηση. Όλες οι προσπάθειες απέβησαν άκαρπες. Έτσι προκηρύχθηκαν για τις 31 Ιουλίου νέες εκλογές. Πριν απ’ αυτές πραγματοποιήθηκε αυτό που αποκαλείται «Βιασμός της Πρωσίας». Συγκεκριμένα, από το μεγάλο κρατίδιο, απομακρύνθηκε η εκλεγμένη κυβέρνηση και ο Von Papen ανέλαβε, ο ίδιος επίτροπος της Πρωσίας.

Στις εκλογές της 31ης  Ιουλίου ήταν σαρωτική η άνοδος των Εθνικοσοσιαλιστών και σημαντική η άνοδος των Κομμουνιστών. Τα αποτελέσματα ήταν τα ακόλουθα: Εθνικό Λαϊκό Κόμμα 5,9%, Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα 37,4%, Λαϊκό Κόμμα 1,2%, όμμα του Κέντρου 12,5%, Δημοκρατικό Κόμμα 1%, Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα 21,6%, Κομμουνιστικό Κόμμα 14,3% και Βαυαρικό Λαϊκό Κόμμα 3,2%. Στις διαπραγματεύσεις που ακολουθούν, ο Χίτλερ διεκδικεί την καγκελαρία, αλλά ο Χίντεμπουργκ προβάλει σθεναρή αντίσταση. Λέγεται πως είπε σε συνεργάτες του τη φράση: «Δεν πρόκειται να επιτρέψω σε έναν δεκανέα να με κυβερνήσει».
Τελικά στις 12 Σεπτεμβρίου, το Ραϊχσταγκ ανέτρεψε την κυβέρνηση Papen και η χώρα οδηγήθηκε εν νέου σε εκλογές. Σε αυτές σημειώθηκαν τα αποτελέσματα: Εθνικό Λαϊκό Κόμμα 8,9%, Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα 33,1%, Λαϊκό Κόμμα 1,9%, Κόμμα του Κέντρου 11,9%, Δημοκρατικό Κόμμα 1%, Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα 20,4%, Κομμουνιστικό Κόμμα 16,9% και Βαυαρικό Λαϊκό Κόμμα 3,1%. Η πτώση των Εθνικοσοσιαλιστών ήτα σημαντική. Ωστόσο από αυτή την εκλογική αναμέτρηση βγήκαν ουσιαστικά κερδισμένοι. Ο λόγος βρίσκεται στην άνοδο των Κομμουνιστών. Οι τελευταίοι φάνταζαν τώρα σαν το αντίπαλο δέος για τον Χίτλερ. Αυτό δημιούργησε μία περεταίρω συσπείρωση του αστικού κόσμου γύρω από τους Εθνικοσοσιαλιστές, οι οποίοι εκμεταλλεύτηκαν τη συγκυρία.

Στο επίπεδο της κοινωνίας οι αναταραχές συνεχίστηκαν. Οι επιθέσεις των ταγμάτων εφόδου εντάθηκαν, το ίδιο και οι μάχες με τους Κομμουνιστές. Τελικά, ο γερασμένος Χίντεμπουργκ δεν μπόρεσε να αντισταθεί άλλο στις πιέσεις κι έτσι στις 30 Ιανουαρίου του 1933, όρισε τον Χίτλερ καγκελάριο. Κατόπιν, μέσα από ένα κύμα τρομοκρατίας και διωγμών κατά των πολιτικών αντιπάλων, η χώρα οδηγήθηκε εκ νέου σε εκλογές. Σε αυτές οι Εθνικοσοσιαλιστές έλαβαν το 43,9% και μαζί με το Εθνικό Λαϊκό Κόμμα που έλαβε το 8% , διέθετε πλέον την απόλυτη πλειοψηφία. Έτσι, στις 23 Μαρτίου 1933, το Ραϊχσταγκ αυτοκαταργήθηκε δια νόμου. Στις 31 Μαρτίου καταργήθηκαν τα Γερμανικά κρατίδια. Στις 2 Μαΐου διαλύθηκαν τα συνδικάτα. Τέλος μεταξύ Ιουνίου και Ιουλίου του ίδιου έτους καταργήθηκαν όλα τα κόμματα εκτός από το Εθνικοσοσιαλιστικό.



Ομοιότητες με τη σημερινή κατάσταση

Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης φαίνεται να έχει αρκετές ομοιότητες με τα όσα συμβαίνουν στη σύγχρονη Ευρωπαϊκή, αλλά και Ελληνική πραγματικότητα. Την περίοδο 1928-1932, στη Γερμανία, η ανεργία ανήρθε, από το 8,4% στο 30,1%, ενώ στο ίδιο διάστημα, το ΑΕΠ συρρικνώθηκε κατά 23% περίπου. Το ΑΕΠ της Ελλάδας από το 2009 έως σήμερα έχει πέσει κατά 22% περίπου, ενώ η καταγεγραμμένη ανεργία που βρίσκεται σήμερα στα επίπεδα του 24% αναμένεται να φτάσει το 29% στο τέλος του 2013, αν επιβεβαιωθούν οι εκτιμήσεις των αναλυτών της ΓΣΕΕ.
Η κρίση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης προήρθε από την εμμονή των συμμάχων να τιμωρήσουν το Γερμανικό λαό για τα δεινά του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η εμμονή όμως αυτή ξεπέρασε τις αντοχές του Γερμανικού Λαού. Κατ’ ανάλογο τρόπο η κρίση της Ελλάδος εντάθηκε από την εμμονή της ΕΕ να τιμωρήσει τους «πονηρούς Έλληνες» που «έτρωγαν» τα προηγούμενα χρόνια τα λεφτά των ευρωπαίων φορολογουμένων. Αξιοσημείωτο είναι το ότι και στις δύο περιπτώσεις καταλυτικό ρόλο έπαιξε το διεθνές οικονομικό περιβάλλον το οποίο δεν ήταν καλό. Η Βαϊμάρη βρέθηκε μπροστά στο Κραχ του Αμερικανικού χρηματιστηρίου και τις συνέπειες που αυτό προκάλεσε. Η Ελλάδα βρέθηκε στο μέσο τις διεθνούς οικονομικής κρίσης, με αποτέλεσμα να μην έχει πολλές δυνατότητες να λάβει βοήθεια από πουθενά.
Τις περισσότερο συγκλονιστικές ομοιότητες, ωστόσο, μπορούμε να τις εντοπίσουμε στο πολιτικό και κοινωνικό πεδίο. Η πίεση της καθημερινότητας, η διογκούμενη ανεργία, η πεσμένη εθνική υπερηφάνεια σε συνδυασμό με ένα κατώτερο των περιστάσεων πολιτικό σύστημα, οδήγησαν στην ανάδειξη ακραίων ομάδων. Οι ομάδες αυτές υποκαθιστούσαν τη νομιμότητα και υπόσχονταν στους Γερμανούς απαλλαγή από τα δεσμά και δουλειές. «Ψωμί και δουλειά» ήταν το σύνθημα των Εθνικοσοσιαλιστών, τα τελευταία χρόνια πριν από το1933. Είναι προφανές ότι οι παραπάνω συνθήκες, που μπορούν να εκθρέψουν παρόμοια μορφώματα υπάρχουν και σήμερα.
Υπάρχει επίσης και κάτι ακόμα. Υπάρχει μια ανερχόμενη Αριστερά. Η Αριστερά αυτή μπορεί να μην εκφράζει για τον κόσμο τον «μπαμπούλα» του υπαρκτού σοσιαλισμού, αλλά διαθέτει συνιστώσες που αν τύχει και πάρουν στα χέρια τους εξουσία μπορεί να οδηγήσουν την Ελλάδα πολλά χρόνια πίσω. Αυτό ένα μέρος του κόσμου το αντιλαμβάνεται και όσο δεν βλέπει την επίσημη πολιτεία να ασχολείται μαζί του συσπειρώνεται γύρω από άλλα ακραία μορφώματα. Τα δύο άκρα αλληλοτροφοδωτούνται. Ξέρουν ότι η πόλωση μεταξύ τους οδηγεί τον κόσμο σε αυτά και παίζουν πολύ καλά το παιχνίδι τους. Μην ξεχνάμε, ότι η τελική άνοδος του Χίτλερ ήρθε ακριβώς λόγω του ότι ανέβηκαν πάρα πολύ τα ποσοστά των Κομμουνιστών.
Τέλος θα μπορούσαμε να διακρίνουμε και έναν ακόμη παραλληλισμό. Μπορεί σήμερα να μην υπάρχουν Εβραίοι ώστε να μας δημιουργούν προβλήματα, υπάρχει ωστόσο ένα απίστευτα διογκούμενο πρόβλημα λαθρομεταναστών που όσο η επίσημη πολιτεία το αντιμετωπίζει με επικοινωνιακά κόλπα παλιάς κοπής, τόσο θα το βρίσκει μπροστά της.


Οι διαφορές

Υπάρχουν βέβαια και σημαντικές διαφορές ανάμεσα στην Ελλάδα του σήμερα και στη «Δημοκρατία της Βαϊμάρης». Πριν απ’ όλα, η Γερμανία, ακόμη και στη δύσκολη κατάσταση που βρέθηκε μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, διέθετε βιομηχανική παραγωγή, αγροτική παραγωγή και ορυκτό πλούτο. Τον τελευταίο, σε μεγάλο βαθμό, μέσα από τη συνθήκη των Βερσαλλιών, εκμεταλλεύτηκαν οι σύμμαχοι και κυρίως η Γαλλία. Εν τούτοις ένα μεγάλο κομμάτι παρέμεινε στη Γερμανία.
Επίσης, η Γερμανία διέθετε δικό της νόμισμα και μπορούσε να «κόβει». Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα, βέβαια, την εκτίναξη του πληθωρισμού κατά τα    πρώτα χρόνια της Δημοκρατίας. Η εκτίναξη, ωστόσο, της ανεργίας ήρθε αργότερα, όταν έγιναν οι προσπάθειες να τιθασευτεί ο πληθωρισμός. Σήμερα επειδή δεν έχουμε δικό μας νόμισμα βρισκόμαστε σε μια διαρκή, εσωτερική υποτίμηση που οδηγεί σε ύφεση και αύξηση της ανεργίας. Τα τελικά αποτελέσματα πάντως, των δύο πολιτικών είναι περίπου τα ίδια.

Θα κλείσω σημειώνοντας μία πραγματικότητα, που κατά τη γνώμη μου, έχει ιδιαίτερο νόημα: Όταν οι σύμμαχοι σταμάτησαν να πιέζουν τους Γερμανούς για τις αποζημιώσεις, μέσω των σχεδίων Ντόουζ, και κυρίως Γιανγκ, ήταν αργά. Τα πράγματα είχαν πάρει το δρόμο τους…


ΑΝΤΩΝΗΣ ΜΗΤΣΑΚΟΣ
 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου